-
1 αίσχος
αίσχος, εος, τό, Schande, Schmach, Hom. nur αἶσχος, αἴσχεος, αἴσχεα, Od. 1, 229 νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, Il. 3, 242 αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα πόλλ' ἅ μοί ἐστιν, Od. 11, 433 οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω ϑηλυτέρῃσι γυναιξί, Il. 13, 622 ἄλλης μὲν λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, Od. 18, 225 σοί κ' αἶσχος λώβη τε μετ' ἀνϑρώποισι πέλοιτο, 19, 373 τάων νῠν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀλεείνων, Il. 6, 351 ὃς ᾐδη νέμεσίν τε καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀνϑρώπων, 6, 524 ὑπὲρ σέϑεν αἴσχε' ἀκούω πρὸς Τρώων. So Hes. O. 209 u. Trag., Aesch. Suppl. 986, plur. Pers. 324. In Prosa von leiblicher Häßlichkeit, Hippocr., Plat. Conv. 201 a Xen. Cyr. 2, 2, 29, u. von moralischer Schändlichkeit.
-
2 λώβη
λώβη, ἡ, schmähliche, schimpfliche Behandlung mit Worten od. Werken, Beschimpfung, Mißhandlung, Schmach, καὶ αἶσχος, Od. 18, 225. 19, 373; λώβην λωβᾶσϑαί τινα, Einem Schmach anthun, Il. 13, 623; λώβην τῖσαι, eine Beleidigung büßen, 11, 142; auch ἀποδοῦναι, 9, 387; λώβην τίσασϑαι, sich eine angethane Schmach büßen lassen, sie rächen, 19, 208 Od. 20, 169, wie Soph. Ai. 181; τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως 1371, öfter, in der dor. Form λώβᾳ, die auch Eur. allein hat, ὡς ἐπὶ λώβᾳ, Herc. Fur. 881; u. in Prosa, πολλὰς λώβας λωβηϑείς, Plat. Gorg. 473 c; λ. καὶ διαφϑορά Men. 91 c; καὶ βλάβαι Legg. VI, 751 c; also = Schaden, auch = Verderben, Zerstörung, bes. bei Sp. – Bei den Byzant. = λέπρα, Aussatz.
-
3 λεπτότης
λεπτότης, ητος, ἡ, Dünnheit, Schmächtigkeit, Magerkeit, Ggstz πάχος, Plat. Tim. 85 c u. öfter; Arist. H. A. 2, 17; σώματος λεπτότητα καὶ αἶσχος Plat. Legg. I, 646 b; von Kleidern, Feinheit, καὶ μαλακότης D. Sic. 5, 46. – Uebertr., Feinheit im Denken, Scharfsinn, τῶν φρενῶν Ar. Nubb. 153; σχεδὸν ἀνέφικτα ὑπὸ λεπτότητος Luc. bis accus. 2.
-
4 κάλλος
κάλλος, τό (καλός), körperliche Schönheit; vom Ganymedes Il. 20, 234; häufiger von weiblicher Schönheit, αἳ κάλλει ἐνίκων φῠλα γυναικῶν 9, 130, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od. 6, 18, öfter; so auch Od. 18, 192 κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προςώπατα καλὰ κάϑηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυϑέρεια χρίεται, mit ambrosischer Schönheit, wo die alten Ausleger ohne Grund an eine wohlriechende Salbe denken, Passow aber mit Recht bemerkt, daß bei Hom. die Schönheit als etwas für sich bestehendes Körperliches angesehen wird, das die Götter den Menschen wie ein Kleid an- u. abthun können (vgl. κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Il. 3, 392, κὰκι κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀϑήνη Od. 23, 156, δπόδυϑι τὸ κάλλος Luc. D. Mort. 10), u. daß χρίεσϑαι von Allem gebraucht wird, was sich auf die Oberfläche des Leibes bezieht, keineswegs von Salben allein; Voß übersetzt »in ambrosischer Schöne verklärt ihr Gesicht sie«. – Tragg., Aesch. Pers. 181 Soph. Tr. 25. 465, Eur. oft, gew. von weiblicher Schönheit; in Prosa, Plat. u. A.; Ggstz αἶσχος, Plat. Conv. 201 a. – Auch geistig, ψοχῆς Plat. Rep. IV, 444 b, τῶν μαϑημάτων Gorg. 474 e, τῶν ὀνομάτων καὶ ῤημάτων Conv. 198 b, μεγέϑεσι καὶ κάλλεσιν ἔργων Critia. 115 d. – Τὰ κάλλη, der Schmuck, ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν, bunte Teppiche, Aesch. Ag. 897, VLL. τὰ πορφυρᾶ ὶμάτια; übh. kunstvolle Arbeiten, ἱερῶν, Pracht der Tempel, Dem. 3, 25; κάλλεα κηροῦ, schöne Honigwaben, Mel. 110 (IX, 363). – Luc. D. Mort. 18, 1 vrbdt Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ δρχαἶα κάλλη πάντα, wie auch wir sagen »die altberühmten Schönheiten«; vgl. Imag. 2.
-
5 ἡδονή
ἡδονή, ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχϑροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχϑον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόςδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν ϑ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσϑαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνϑουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Ggstz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποϑοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Aehnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καϑ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καϑ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καϑ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καϑ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καϑ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῠντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳϑυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληϑηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καϑ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελϑεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.
-
6 ἀνα-δέω
ἀνα-δέω (s. δέω), 1) umbinden, umkränzen, τινὰ στεφάνοις, κόμας δάφνᾳ, Pind. P. 2, 6. 10, 40; ὃν στέφανοι ἀνέδησαν ἔϑειραν I. 4, 8; med., ἀνδησάμενοι κόμας ἐν ἔρνεσιν N. 11, 28; τοὺς νικῶντας Ar. Plut. 589; komisch, κἀγὼ δ' ἀναδῆσαι βούλομαι εὐαγγέλιά σε – κριβανωτῶν ὁρμαϑῷ, mit einem Prätzelting, 764; so auch in Prosa, στεφάνῳ Thuc. 4, 121; τὴν κεφαλὴν ἀναδήσω Plat. Conv. 212 e u. sp. D.; ἄνϑος ἐπὶ κροτἀφοις Antiphan. 4 (XI, 168); übertr., ehren, τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἀναδοῦνται Plat. Rep. V, 465 d. – 2) aufbinden, med., ἀναδούμενοι κρώβυλον Thuc. 1, 6. – 3) Her. anknüpfen, ἑαυτὸν, πατριήν, ἐς ϑεόν, ἐς ἢρωα, 2, 143, an einen Gott, von einem Gott als Stammvater sein Geschlecht ableiten; ἀναδεδέσϑαι ἔκ τινος, an etwas angebunden sein, Plut. Eum. 11. – Bei Sp. ἀναδεῖσϑαι κλέος, αἶσχος, δόξαν, sich Ehre, Schande, Ruhm erwerben; aber ἀναδεδέσϑαι διαδήματι, eigtl. mit dem Diadem gekrönt, Plut. Caes. 61. – Med. Ein erobertes Schiff an das eigene anknüpfen u. fortschaffen (ins Schlepptau nehmen), Thuc. 2, 90 ἀναδούμενοι εἷλκον; Xen. Hell. 1, 6, 21 u. öfter; Dem. 50, 20; Pol. 1, 28, der auch ἀναδεδεμένος τὴν ναῦν 16, 6 von einem sagt, der das feindliche Schiff gefangen fortführt; ἀπάγει αὐτοὺς ἀναδησάμενος τῶν ὤτων Luc. lup. trag. 15, an den Ohren sie fesselnd.
См. также в других словарях:
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
Χίτλερ, Αδόλφος — (Hitler, Μπράουναου, Αυστρία 1889 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Είναι μια από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, που δεν μπορεί όμως να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως είχε… … Dictionary of Greek
παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek